Ο ευσυνείδητος στρατιώτης συγκεντρώθηκε στην εκπαίδευση και τον πόλεμο, και δε σκεφτόταν για σιτηρέσια και προμήθειες, διότι γνώριζε ότι ήταν καθήκον της Πολιτείας να τον ταΐζει και να τον εξοπλίζει, να τον περιποιείται αν ήταν άρρωστος, ακόμη και να του βάζει φαΐ στο στόμα αν το έφερνε η ανάγκη. Γνώριζε ότι βασικό του καθήκον ήταν να εκπαιδεύεται και να πολεμά. Αλλά θα απασχολείτο ακόμη με μερικά σιτηρέσια και εφόδια ως μέρος της εργασίας του. Θα ζέσταινε τις κατσαρόλες στο νερό, θα έπλενε τις καραβάνες, και θα τους τις έφερνε. Εάν έπειτα τον ρωτούσαν : «Τι κάνεις;», θα αποκρινόταν : «Κάνω αγγαρείες για την Πολιτεία». Δεν θα έλεγε: «Εργάζομαι για τη ζήση μου».
Ο αγύμναστος νεοσύλλεκτος, ωστόσο, αγαπούσε το στομάχι του και δεν έδινε σημασία στην εκπαίδευση και τον πόλεμο. «Αυτά είναι υπόθεση της πολιτείας. Τι έχει να κάνει μαζί μου;», θα’ λεγε. Σκεφτόταν διαρκώς τη ζήση του, και κυνηγώντας την ξωπίσω παρατούσε (με προθυμία) το σύνταγμα και πήγαινε στην αγορά να ψωνίσει. Μια μέρα ο καλο-εκπαιδευμένος φίλος του τού είπε:
«Βασικό σου καθήκον είναι η εκπαίδευση και η μάχη, αδελφέ. Γι’ αυτό σε φέραν εδώ.Να’ χεις εμπιστοσύνη στο βασιλιά• δε θα σε αφήσει να πεινάσεις. Αυτό είναι το καθήκον του. Όπως και να’χεις, είσαι αδύναμος και στερημένος• δε μπορείς να βρίσκεις τροφή παντού.