Έτσι, ο άντρας αυτός ανέβηκε το λόφο και κατέβηκε την κοιλάδα μέχρι που βρέθηκε σε μια απόμερη ερημιά. Ξαφνικά άκουσε έναν τρομακτικό ήχο και αντιλήφθηκε ότι ένα μεγάλο λιοντάρι είχε βγει από το δάσος και επρόκειτο να του επιτεθεί. Το`βαλε στα πόδια. Βρήκε τυχαία ένα άνυδρο πηγάδι βάθους εξήντα υάρδων, και από το φόβο του πήδηξε μέσα σε αυτό. Έπεσε μέχρι τη μέση του, εκεί όπου τα χέρια του βρήκαν σε ένα δέντρο. Πιάστηκε γερά επάνω του. Το δέντρο, το οποίο μεγάλωνε από τα τοιχώματα του πηγαδιού, είχε δύο ρίζες. Δύο αρουραίοι, ένας άσπρος και ένας μαύρος, τις κατέτρωγαν από μέσα. Κοίταξε ψηλά και είδε ότι το λιοντάρι περίμενε στο χείλος του πηγαδιού όπως ο φρουρός. Κοίταξε χαμηλά και είδε έναν απαίσιο δράκο. Σήκωσε το κεφάλι του και το έφερε κοντά στο πόδι του, τριάντα υάρδες ψηλά. Το στόμα του ήταν τόσο μεγάλο όσο το στόμιο του πηγαδιού. Τότε κοίταξε στους τοίχους του πηγαδιού και αντιλήφθηκε ότι κεντροφόρα, δηλητηριώδη και επιβλαβή ζώα είχαν μαζευτεί γύρω του. Κοίταξε ψηλά στο στόμιο του πηγαδιού και είδε μια συκιά. Όμως δεν ήταν ένα συνηθισμένο δέντρο• έφερε τον καρπό πολλών διαφορετικών δέντρων, από καρύδια μέχρι ρόδια.