Όμως ο άντρας αυτός ενήργησε σύμφωνα με τον κανόνα, «κοίταζε την καλή πλευρά κάθε πράγματος», και δεν έδωσε σημασία στα σάπια πράγματα. Είχε ωφεληθεί πολύ από τα καλά πράγματα, και αφού ξεκουράστηκε καλά, έφυγε.
Αργότερα, όπως επίσης και ο πρώτος αδελφός, είχε μπει μέσα σε μια αχανή έρημο, και είχε ακούσει ξαφνικά το βρυχηθμό ενός λιονταριού που του επιτίθετο. Φοβήθηκε, αλλά όχι τόσο όσο ο αδελφός του. Διότι, εξαιτίας των καλών του σκέψεων και της θετικής του στάσης, σκέφτηκε μέσα του: «Η έρημος αυτή έχει κάποιο κυβερνήτη, και είναι πιθανόν το λιοντάρι αυτό να είναι ένας υπηρέτης υπό την εντολή του κυβερνήτου», και βρήκε παρηγοριά. Εν τούτοις όμως τράπηκε σε φυγή μέχρι που βρήκε ένα άδειο πηγάδι βάθους εξήντα υάρδων. Ρίχτηκε μέσα σε αυτό. Ομοίως με τον αδελφό του, το χέρι του έπιασε σφιχτά ένα δέντρο στα μισά του δρόμου προς τα κάτω και παρέμεινε αιωρούμενος στον αέρα. Κοίταξε και είδε δύο ζώα να κατατρώγουν τις δύο ρίζες του δέντρου από μέσα. Κοίταξε ψηλά και είδε το λιοντάρι, και κοίταξε χαμηλά και είδε το δράκο. Όπως ακριβώς και ο αδελφός του, συναντούσε μια εξαιρετικά περίεργη κατάσταση. Ήταν τρομαγμένος σαν κι αυτόν, αλλά ο τρόμος του ήταν χίλιες φορές λιγότερος από εκείνον του αδελφού του. Διότι οι καλές του ηθικές αρχές τον είχαν εφοδιάσει με καλές σκέψεις, και οι καλές σκέψεις φανερώνουν την καλή πλευρά κάθε πράγματος. Έτσι, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, σκέφτηκε ως εξής: