Μια φορά, δύο στρατιώτες πήραν διαταγές να κατευθυνθούν σε μια μακρινή πόλη. Ξεκίνησαν και ταξίδεψαν μαζί εώς ότου ο δρόμος διχάλωσε. Στο διχάλι επάνω ήταν ένας άνθρωπος που τους είπε, «Ο δρόμος στα δεξιά δεν προκαλεί καμιά απολύτως απώλεια, και εννέα στους δέκα εκείνων που τον ακολουθούν λαμβάνουν μεγάλο κέρδος και δοκιμάζουν μεγάλη ηρεμία. Ενώ ο δρόμος στα αριστερά δεν παρέχει πλεονεκτήματα, και εννέα στους δέκα των περιηγητών του έχουν απώλεια. Είναι όμως οι ίδιοι όσον αφορά την απόσταση. Υπάρχει μόνο μια διαφορά: εκείνοι που παίρνουν τον αριστερό δρόμο, ο οποίος δεν έχει νόμους και κανένα στην εξουσία, ταξιδεύουν χωρίς αποσκευές και όπλα. Αισθάνονται ένα φαινομενικό ξαλάφρωμα και μια απατηλή ηρεμία. Ενώ αυτοί που ταξιδεύουν στο δεξί δρόμο, ο οποίος βρίσκεται υπό στρατιωτική τάξη, είναι υποχρεωμένοι να κουβαλούν ένα γυλιό γεμάτο από τρόφιμα του σιτηρέσιου, πάνω-κάτω στα τέσσερα κιλά βάρος, και ένα θαυμάσιο στρατιωτικό τυφέκιο, δύο περίπου κιλών, το οποίο θα υπερισχύσει και θα κατατροπώσει κάθε εχθρό...».
Όταν οι δύο στρατιώτες άκουσαν προσεκτικά σε όσα είχε να πει ο διδακτικός αυτός άνθρωπος, εκείνος που ήταν τυχερός πήρε το δρόμο προς τα δεξιά. Φόρτωσε το βάρος των δέκα κιλών πάνω στην πλάτη του, η ψυχή του όμως και το πνεύμα του ελευθερώθηκαν από χιλιάδες κιλά φόβου και από το να αισθάνεται υποχρεωμένος στους άλλους.