Όσο για τον άλλο, άτυχο στρατιώτη, εγκατέλειψε το στρατό. Δε θέλησε να συμμορφωθεί στην τάξη (του στρατού), και έφυγε προς τα αριστερά. Απαλλάχθηκε από το να κουβαλά ένα φορτίο δέκα κιλών, η συνείδησή του όμως συμπιεζόταν από χιλιάδες κιλά οφειλής, και το πνεύμα του συνθλιβόταν από αναρίθμητους φόβους. Προχωρούσε στο δρόμο του όχι μόνο ζητιανεύοντας από τον καθένα αλλά και τρέμοντας μπροστά σε κάθε πράγμα και κάθε συμβάν, μέχρι που έφθασε στον προορισμό του. Και εκεί τιμωρήθηκε ως αντάρτης και λιποτάκτης.
Όσο για το στρατιώτη που αγαπούσε την τάξη του στρατού, που είχε προφυλάξει το γυλιό και το ντουφέκι του, και ο οποίος είχε πάρει το δεξί δρόμο, είχε πάει το δρόμο του χωρίς να είναι υποχρεωμένος σε κανένα, χωρίς να φοβάται κανένα, και με μια καρδιά και μια συνείδηση ελαφριά μέχρι που έφθασε στην πόλη που αναζητούσε. Εκεί παρέλαβε μια ανταμοιβή αντάξια ενός έντιμου στρατιώτου ο οποίος είχε εκτελέσει το καθήκον του πιστά.
Ω ψυχή μου επαναστάτρια, γνώριζε ότι ένας από τους δύο αυτούς στρατιώτες αντιπροσωπεύει εκείνους που υποτάσσονται στο Θείο Νόμο, ενώ ο άλλος τους στασιαστές και αυτούς που ακολουθούν τις δικές τους επιθυμίες. Ο δρόμος είναι ο δρόμος της ζωής, ο οποίος προέρχεται από το Νοερό Κόσμο, περνά μέσα από το μνήμα, και συνεχίζει στη μέλλουσα ζωή. Όσο για το γυλιό και το ντουφέκι, είναι η λατρεία και ο φόβος του Θεού.