ΣΥΝΤΟΜΟΙ ΛΟΓΟΙ | ΣΥΝΤΟΜΟΙ ΛΟΓΟΙ | 96
(1-107)

Περιορίζοντας κανείς την αντίληψή του στον κόσμο αυτό μετατρέπει μια μεγάλη ευχαρίστηση σε μια οδυνηρή θλίψη. Για παράδειγμα, υπάρχουν δύο άντρες σε αυτό το χωριό, δηλαδή, στη Μπάρλα. Ενενήντα εννέα στους εκατό από τους φίλους ενός εξ’ αυτών έχουν πάει στην Πόλη, όπου ζουν με εκλεπτυσμένο τρόπο. Μονάχα ένας παρέμεινε εδώ, και θα πάει και αυτός εκεί. Γι’ αυτό το λόγο, ο άντρας (αυτός) νοσταλγεί την Πόλη και τη σκέφτεται• θέλει να συναντήσει τους φίλους του. Όποτε του πουν να πάει εκεί, κατενθουσιάζεται και πάει μετά χαράς. ΄Οσο για το δεύτερο άντρα, ενενήντα εννέα από τους φίλους του έχουν αναχωρήσει από εδώ. Μερικοί έχουν αποβιώσει και μερικοί έχουν τοποθετηθεί σε θέσεις όπου ούτε αυτοί μπορούν να δουν κανένα ούτε άλλοι να τους δουν. Εικάζει ότι έχουν αναχωρήσει και ότι έχουν εξαφανιστεί στην απόλυτη αθλιότητα. Ο κακόμοιρος αυτός άντρας κρατάει φιλία μ’ ένα και μόνο φιλοξενούμενο στη θέση όλων αυτών (που έχουν αναχωρήσει), και θέλει να βρει παρηγοριά. Μέσω αυτού θέλει να ξεχάσει την οδυνηρή θλίψη του αποχωρισμού.

Ω ψυχή μου! Ο Πρώτος του Θεού Αγαπημένος, και όλοι του οι φίλοι, βρίσκονται πέρα από το μνήμα. Ο Ένας ή δύο που παραμένουν θα αναχωρήσουν και οι δυο για εκεί. Γι’ αυτό μη γίνεσαι έμφοβος λόγω του θανάτου, γεμάτος αγωνία από (τη θέα) του μνήματος, και στρέφεις αλλού το κεφάλι σου.

Δεν υπάρχει ήχος