Τα ξόδεψα, και έφθασα σε ένα ξενώνα όπου υπήρχαν διασκεδάσεις όλων των ειδών. Κάποια νύκτα στο ξενώνα αυτό ξόδεψα δέκα νομίσματα χρυσού στον τζόγο, τις διασκεδάσεις και την τέρψη της προβολής. Το πρωί δε μου είχαν μείνει χρήματα. Επιπλέον δεν είχα εμπορευτεί ούτε είχα αγοράσει πράγματα για το μέρος όπου πήγαινα. Το μόνο που μου έμεινε από τα χρήματα ήταν οι αμαρτίες και οι θλίψεις, και από τις διασκεδάσεις, οι πληγές και η λύπη. Ενώ βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση λύπης, εμφανίστηκε ξαφνικά ένας άντρας.
Μου είπε :
«Έχεις ξοδέψει όλο σου το Κεφάλαιο και σου αξίζει τιμωρία. Θα πας στον προορισμό σου χρεοκοπημένος και με τα χέρια αδειανά. Αν όμως έχεις μυαλό, η πόρτα της μετάνοιας είναι ανοικτή. Όταν λάβεις τα δεκαπέντε νομίσματα χρυσού που σου έχουν παραμείνει, φύλαξε τα μισά για ρεζέρβα. Δηλαδή, προμηθεύσου τα πράγματα που σου είναι αναγκαία στο μέρος όπου πηγαίνεις».
Το εξέτασα, η ψυχή μου δε συμφωνούσε με αυτό.
Γι’ αυτό είπε: «Το ένα τρίτο, τότε».
Η ψυχή μου πάλι δεν τον υπάκουσε.
Τότε είπε : «Το ένα τέταρτο».
Η ψυχή μου δε μπορούσε να παρατήσει τις συνήθειες στις οποίες ήταν εθισμένη, έτσι ο άντρας γύρισε θυμωμένα την πλάτη του σε μένα και έφυγε.