Ξαφνικά, το σκηνικό άλλαξε. Βρισκόμουν σε ένα τραίνο, σε μια σήραγγα, το οποίο ταξίδευε γρήγορα θαρρείς κάθετα προς τα κάτω. Με πήρε ο φόβος. Αλλά τι μπορούσα να κάνω, δεν υπήρχε διαφυγή πουθενά. Κατά ανεξήγητο τρόπο, ελκυστικά λουλούδια και δελεαστικοί καρποί εμφανίστηκαν και στις δυο πλευρές του τραίνου. Και εγώ, όπως οι ανόητοι και οι ανέμπειροι, τα κοίταξα και απλώνοντας το χέρι μου προς τα έξω, προσπάθησα να τα κόψω. Αλλά ήταν γεμάτα αγκάθια και τράβηξα απότομα τα χέρια μου όταν τα άγγιξα, κάνοντας τα να ματώσουν. Με την κίνηση του τραίνου, τα χέρια μου ξεσχίστηκαν με το που χωρίστηκαν απ’ αυτά. Μου κόστισαν ακριβά. Ξαφνικά ένας αχθοφόρος στο τραίνο είπε :
«Δώσε μου πέντε σεντ και θα σου δώσω όσα από τα λουλούδια και τους καρπούς θέλεις. Σου προξενείται απώλεια εκατό σεντ με τα χέρια σχισμένα, αντί για πέντε σεντ. Ακόμη υπάρχει και τιμωρία. δε μπορείς να τα κόβεις δίχως άδεια».
Μέσα στην απελπισία μου έβγαλα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο και κοίταξα μπροστά για να δω πότε θα τελειώσει η σήραγγα. Παρατήρησα ότι στη θέση της εισόδου της σήραγγας υπήρχαν πολυάριθμα ανοίγματα. Οι άνθρωποι ρίχνονταν μέσα σε αυτά από το μακρύ τραίνο. Είδα απέναντι μου ένα άνοιγμα. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη του πλευρά υπήρχε μια ταφόπετρα. Κοίταξα με κατάπληξη. Πρόσεξα ότι γραμμένο σε μια από τις ταφόπετρες ήταν το όνομα ΣΑΙΝΤ. Μέσα στην αμηχανία και την αγωνία μου ξεφώνησα: «Αλίμονο». Τότε ξαφνικά άκουσα τη φωνή του άντρα που μου είχε δώσει συμβουλές στην πόρτα του ξενώνα. Είπε: