«Έχεις συνέλθει;»
Αποκρίθηκα : «Ναι, αλλά είναι πολύ αργά τώρα».
Έτσι είπε : «Μετανόησε και εναπόθεσε τις ελπίδες σου στο Θεό».
Αποκρίθηκα ότι θα το έκανα. Τότε αφυπνίστηκα και είδα τον εαυτό μου ως το Νέο Σάιντ. ο Παλαιός Σαΐντ είχε εξαφανιστεί.
Λοιπόν, αυτό ήταν το όραμα. Ο Θεός να δώσει ώστε να βγει από αυτό κάτι καλό! Θα ερμηνεύσω ένα ή δύο του μέρη, έπειτα μπορείτε να ερμηνεύσετε τα υπόλοιπα για τον εαυτό σας.
Το ταξίδι ήταν το ταξίδι που περνά από τον Κόσμο των Πνευμάτων, μέσα από τη μήτρα της μητέρας, τη νεότητα, τα γηρατιά, τον τάφο, τον Ενδιάμεσο Κόσμο, την ανάσταση, και τη Γέφυρα του Σιράτ προς την αιωνιότητα. Τα εξήντα νομίσματα χρυσού ήταν τα εξήντα χρόνια ζωής. Υπελόγισα πως είδα το όραμα όταν ήμουν σαράντα-πέντε χρόνων. Δεν είχα τίποτα να μου το εγγυηθεί, αλλά ένας ειλικρινής μαθητής του Πάνσοφου Κορανίου με συνεβούλεψε να αφιερώσω τα μισά από τα δεκαπέντε που μου απέμειναν στη μέλλουσα ζωή. Ο ξενώνας ήταν για μένα η Πόλις. Το τραίνο ήταν ο καιρός, και κάθε χρόνος ένα βαγόνι. Όσο για τη σήραγγα, ήταν η ζωή αυτού του κόσμου. Τα αγκαθωτά λουλούδια και οι καρποί ήταν οι αθέμιτες απολαύσεις και οι απηγορευμένες διασκεδάσεις οι οποίες προκαλούν θλίψη ενόσο ενδίδουμε σε αυτές σκεφτόμενοι το πέρασμα τους, και στο χωρισμό επάνω ξεσκίζουν την καρδιά, κάνοντας τη να ματώσει. Και συμβάλλουν ακόμη στο να επιβληθεί μια τιμωρία. Ο αχθοφόρος στο τραίνο μου είπε να του δώσω πέντε σεντ έτσι ώστε θα μου έδινε όσα ήθελα.