Μια φορά, δύο άντρες πήγαν σε ένα ταξίδι τόσο για ευχαρίστηση όσο και για δουλειά. Ο ένας αναχώρησε προς μια κατεύθυνση ατομικιστική και κακότυχη, και ο άλλος σε μια θεοσεβή, ευμενή οδό.
Αφού ο εγωιστής άντρας ήταν και επαρμένος, και εγωκεντρικός, και απαισιόδοξος, κατέληξε σε αυτό που φαινόταν σε αυτόν πως είναι μια εξόχως διεστραμμένη χώρα εξαιτίας της απαισιοδοξίας του. Κοίταξε ολόγυρα, και παντού έβλεπε τους αδύναμους και τους δυστυχισμένους να οδύρονται στα χέρια φοβερών, εκβιαστικών τυράννων, θρηνώντας για τον όλεθρό τους. Έβλεπε την ίδια θλιβερή και δυσάρεστη κατάσταση σε όλα τα μέρη που ταξίδευε. Ολάκερη η χώρα πήρε τη μορφή μιας οικίας που πενθούσε. Εκτός από το γεγονός ότι κατάντησε σα μεθυσμένος, δε μπορούσε να βρει τρόπο να μην προσέχει τη θλιβερή και καταθλιπτική αυτή κατάσταση. Διότι οι πάντες του φαίνονταν να είναι ξένοι και εχθροί. Και παντού ολόγυρα έβλεπε αποκρουστικά πτώματα και απελπισμένα, δακρύβρεχτα ορφανά. Η συνείδησή του βρισκόταν σε κατάσταση μαρτυρίου.