Ο άλλος άντρας ήταν θεοσεβής, ευλαβής, δίκαιος, και με άριστες ηθικές αξίες έτσι ώστε η χώρα όπου ήρθε ήταν εξαιρετικότατη κατά την άποψή του. Ο καλός αυτός άνθρωπος συναντούσε καθολική αγαλλίαση στη γη που έμπαινε. Παντού υπήρχε μια χαρούμενη γιορτή, ένας τόπος για θύμηση του Θεού που ξεχείλιζε από έξαλλη χαρά και ευτυχία• οι πάντες του φαίνονταν φίλοι και συγγενείς. Απ’ άκρου σ’ άκρου της χώρας έβλεπε χαρμόσυνα πανηγύρια μιας γενικής απαλλαγής από τα καθήκοντα, συνοδευόμενα από ξεφωνητά χρηστών ευχών και ευχαριστιών.
Ακόμη άκουσε τον ήχο ενός τύμπανου και μιας φιλαρμονικής για τη στρατολόγηση στρατιωτών μαζί με χαρούμενες κραυγές του «Είναι πολύ μεγάλος ο Θεός!» παρά να θλίβεται με τα βάσανα τόσο του ιδίου όσο και όλων των ανθρώπων όπως ο πρώτος, άθλιος άνθρωπος. Ο ευτυχής αυτός άντρας ήταν χαρούμενος και ευτυχισμένος τόσο με το κέφι το δικό του όσο και με αυτό όλων των κατοίκων. Επιπλέον, μπόρεσε να κάνει κάποια επικερδή συναλλαγή. Προσέφερε ευχαριστίες στο Θεό.
Μετά από κάποιο διάστημα επέστρεψε και συνάντησε τυχαία τον άλλο άντρα. Κατάλαβε την κατάστασή του και του είπε: «Δεν ήσουν στα καλά σου. Η ασχήμια που έχεις μέσα σου θα είχε αντικατοπτριστεί στον έξω κόσμο έτσι που φαντάστηκες πως το γέλιο ήταν θρήνος, και την απαλλαγή από τα καθήκοντα για διαρπαγή και λεηλασία. Σύνελθε και καθάρισε την καρδιά σου έτσι ώστε το ολέθριο αυτό πέπλο να αφαιρεθεί από τα μάτια σου και να μπορέσεις να δεις την αλήθεια.