Ο Θεός είναι ο Προστάτης αυτών που πιστεύουν. τους οδηγεί από το σκοτάδι στο φως,
και αφυπνίστηκα από το οραμά μου.
Και έτσι, τα δύο βουνά ήταν η αρχή και το τέλος της ζωής. δηλαδή, η ζωή αυτή και ο ενδιάμεσος κόσμος. Η γέφυρα ήταν ο δρόμος της ζωής. Στα δεξιά βρισκόταν το παρελθόν, και στα αριστερά, το μέλλον. Όσο για το μικρό φακό, ήταν το ανθρώπινο εγώ, το οποίο είναι εγωιστικό, βασίζεται σε όσα ξέρει, και δε λαμβάνει σοβαρά υπόψιν τη θεία αποκάλυψη. Τα πράγματα που φαντάστηκα πως είναι τα τέρατα, ήταν τα γεγονότα και τα περίεργα πλάσματα του κόσμου.
Έτσι, ένας ο οποίος στηρίζεται στο εγώ του, που ξεπέφτει στο σκοτάδι της αφροσύνης και ταλαιπωρείται με τη μαυρίλα της πλάνης μοιάζει με την πρώτη μου κατάσταση στο όραμα, η οποία, όπως με το φακό-τσέπης και εξαιτίας ελλιπούς και ασύνετης γνώσης, είδε το παρελθόν με τη μορφή ενός τεράστιου μνήματος εν μέσω μαυρίλας εμποτισμένης στην ανυπαρξία. Εμφάνιζε το μέλλον ως ένα τρικυμιώδη τόπο ερήμωσης εξαρτημένο από τη σύμπτωση, και παρουσίαζε γεγονότα και όντα που είναι καθένα τους ένας ταπεινός υπάλληλος του Ενός Πάνσοφου και Πανοικτίρμονος Θεού να μοιάζουν με τέρατα. Ένα τέτοιο άτομο λες και αντιπροσωπεύει το εδάφιο,